- εξερευνητής
- ο (θηλ. εξερευνήτρια) [εξερευνώ]αυτός που εξερευνά άγνωστους τόπους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξερευνητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που εξερευνά, που ασχολείται με τις εξερευνήσεις άγνωστων και απάτητων τόπων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γουίλκς, Τσαρλς — (Charles Wilkes, Νέα Υόρκη 1798 – Ουάσινγκτον 1877). Αμερικανός εξερευνητής. Υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό και απέκτησε φήμη που του εξασφάλισε την αρχηγία μιας εξερευνητικής αποστολής στις θάλασσες του Νότου. Τον Αύγουστο του 1838 ξεκίνησε με… … Dictionary of Greek
Καγιέ, Ρενέ — (René Caillié, 1799 – 1838). Γάλλος εξερευνητής. Άρχισε να ταξιδεύει σε νεαρή ηλικία. Το 1816 ταξίδεψε στην περιοχή της Σενεγάλης. Στις 19 Απριλίου 1827 πήγε με ένα καραβάνι ιθαγενών στην Κουρούσα του Νίγηρα. Την 1η Ιανουαρίου 1828 κατέληξε στο… … Dictionary of Greek
Κουιρίνι — (Quirini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών από τη Βενετία της Ιταλίας (αναφέρονται και ως Κουερίνι). 1. Άντζελο Μαρία (1680 – 1755). Ιεράρχης. Δίδαξε θεολογία και εβραϊκή γλώσσα στην Πίζα. Από το 1710 έως το 1714 πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε… … Dictionary of Greek
Κουστό, Ζακ Ιβ — (Jacques Yves Cousteau, Σεν Αντρέ ντε Σιμπζάκ, Ζιρόντ 1910 – Παρίσι 1997). Γάλλος εξερευνητής. Άρχισε να ασχολείται με τις υποβρύχιες εξερευνήσεις από το 1936, όταν υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό. Συνεργάστηκε στη σχεδίαση αυτοδύναμου σκάφανδρου … Dictionary of Greek
Λα Βεραντρί, Πιερ ντε- — (Pierre Gaultier de Varennes sieur de La Vérendrye, Τρουά Ριβιέρ 1685 – Μόντρεαλ 1749). Καναδός εξερευνητής. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας στη Γαλλία, ο Λ.Β. εγκαταστάθηκε στα σύνορα του Καναδά, όπου έχτισε πλήθος οχυρών, όπως… … Dictionary of Greek
Λα Περούζ, Ζαν Φρανσουά ντε Γκαλόπ, κόμης του- — (Jean François de Galaup Comte de La Pérouse, 1741; – 1788). Γάλλος εξερευνητής. Αφού υπηρέτησε στο γαλλικό ναυτικό επί 29 χρόνια, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ του ανέθεσε την εξερεύνηση των άγνωστων, την εποχή εκείνη, περιοχών του Ειρηνικού ωκεανού. Για… … Dictionary of Greek
Λίβινγκστον, Ντέιβιντ — (David Livingstone, Μπλαντάιρ, Γλασκόβη 1813 – Τσιτάμπο, λίμνη Μπανγκουέλο 1873). Σκοτσέζος εξερευνητής και ιεραπόστολος. Καταγόταν από ταπεινή οικογένεια, αλλά κατόρθωσε με μεγάλες προσωπικές θυσίες να σπουδάσει ιατρική. Τελικά, η θρησκευτική… … Dictionary of Greek
Μπέρινγκ, Βίτους Γιόχανσεν — (Vittus Johansen Bering, Χόρσενς, Γιουτλάνδη 1681 – Νησιά του Κυβερνήτη, Κομαντόρσκιγιε Oστρόβα 1741). Δανός εξερευνητής. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση για τη ζωή της θάλασσας και αφού έκανε ένα ταξίδι στις Ανατολικές Ινδίες για να μάθει τη… … Dictionary of Greek
Μπερντ, Ρίτσαρντ Έβελιν — (Richard Evelyn Byrd, Γουίντσεστερ, Βιρτζίνια 1888 – Βοστόνη 1957). Αμερικανός εξερευνητής. Αεροπόρος, ασχολήθηκε με τη μελέτη των πολικών περιοχών και εισήγαγε το αεροπλάνο στην τεχνική της εξερεύνησης. Το 1926 ξεκινώντας με αεροπλάνο από τον… … Dictionary of Greek